879-884
Πίνε κÏασί, αυτό που από τις κοÏυφÎÏ‚ του Ταΰγετου μου ÎφεÏαν τα αμπÎλια που φÏτεψε στις ÏεματιÎÏ‚ ο γÎÏος ο Θεότιμος, ο θεοφιλής, ποτίζοντάς τα με το δÏοσεÏÏŒ νεÏÏŒ του ΠλατανιστοÏντα. Αυτό άμα πιεις, θα διαλυθοÏν οι δÏσκολες οι Îγνοιες, κι Î±Ï†Î¿Ï Î¼ÎµÎ¸Ïσεις θα είσαι Ï€Î¿Î»Ï Ï€Î¹Î¿ ανάλαφÏος.
885-886
ΕιÏήνη και πλοÏτος να επικÏατήσουν στην πόλη, για να γιοÏτάζω με παÏÎα· δεν τον αγαπώ τον άχαÏο τον πόλεμο.
887-888
Μη δίνεις πολλή Ï€Ïοσοχή στον κήÏυκα που φωνάζει δυνατά· δεν πολεμοÏμε για τα πατÏώα εδάφη.
889-890
ÎÏ„Ïοπή είναι να βÏίσκεσαι στον πόλεμο, πάνω στα γοÏγόποδα άλογα, κι όμως τον πόλεμο που δάκÏυα φÎÏνει να μην γνωÏίσεις.
891-894
Αλίμονο, πόση ανανδÏεία! Χάθηκε η ΚήÏινθος, και καταστÏÎφονται τα όμοÏφα αμπÎλια του Λήλαντα· οι ευγενείς διώκονται, την πόλη κυβεÏνοÏν οι άθλιοι. ΜακάÏι Îτσι να καταστÏÎψει ο Δίας το γÎνος των Κυψελιδών.
895- 896
Τίποτα καλÏτεÏο δεν Îχει ο άνθÏωπος μÎσα του από την κÏίση, κι οÏτε υπάÏχει τίποτα πιο οδυνηÏÏŒ από την ανοησία.
897-900
ΚÏÏνε, αν ο θεός, που γνωÏίζει τι κÏÏβει ο καθÎνας μÎσα του βαθιά και τι Ï€Ïάττει, οÏγιζόταν με τους θνητοÏÏ‚ για τα πάντα, μεγάλη συμφοÏά θα Îπεφτε στους ανθÏώπους, και στον δίκαιο και στον άδικο.
901-902
Είναι ο Îνας χειÏότεÏος, ο άλλος καλÏτεÏος· ο καθÎνας Îχει το ÎÏγο του· κανείς δεν είναι μόνος του σοφός σε όλα.