801-804
ΚανÎνας άνθÏωπος δεν θα υπάÏξει οÏτε Îχει γεννηθεί που να κατÎβηκε στον Άδη Îχοντας ευαÏεστήσει Ï€Ïώτα τους πάντες· γιατί οÏτε κι ο βασιλιάς ανθÏώπων και θεών, ο Δίας ο ΚÏονίδης, δεν μποÏεί να ευαÏεστήσει όλους τους ανθÏώπους.
805-810
ΕυθÏτεÏος κι απ’ τον διαβήτη κι απ’ το αλφάδι κι απ’ τον γνώμονα Ï€ÏÎπει να είναι ο θεωÏός, ΚÏÏνε, και να Ï€ÏοσÎχει, όταν η ιÎÏεια στους ΔελφοÏÏ‚ δώσει χÏησμό και σημάνει του Î¸ÎµÎ¿Ï Ï„Î¿Î½ λόγο από τα πλοÏσια άδυτα· γιατί οÏτε κι αν Ï€ÏοσθÎσεις κάτι θα μποÏοÏσες να βÏεις γιατÏειά, οÏτε κι αν αφαιÏÎσεις θα μποÏοÏσες να ξεφÏγεις τη θεόσταλτη συμφοÏά.
811-814
Έπαθα πάθημα διόλου χειÏότεÏο, βÎβαια, από τον άπÏεπο τον θάνατο, μα θλιβεÏότεÏο από όλα τα άλλα· με Ï€Ïόδωσαν οι φίλοι· κι εγώ, λοιπόν, θα πλησιάσω τους εχθÏοÏÏ‚ και θα μάθω τι διάθεση Îχουν.
815-818
Ένα βόδι Îχει ανÎβει πάνω στη γλώσσα μου με τα δυνατά του πόδια και δεν μ’ αφήνει να μιλήσω, αν και γνωÏίζω, ΚÏÏνε· όμως, δεν είναι δυνατόν να αποφÏγω ÏŒ,τι είναι από τη μοίÏα μου να πάθω. [Δεν φοβάμαι να πάθω ÏŒ,τι είναι από τη μοίÏα μου να πάθω].
819-820
ΚÏÏνε, φτάσαμε σε συμφοÏά Ï„ÏισκατάÏατη, απ’ όπου καλÏτεÏα να μας δεχτεί και τους δÏο η μοίÏα του θανάτου.
821-822
Ελάχιστα τιμώνται, ΚÏÏνε, όσοι ατιμάζουν τους γονείς τους που γεÏνοÏν.
823-824
Μήτε να ενισχÏεις κάποιον να γίνει Ï„ÏÏαννος Ï„ÏÎφοντας ελπίδες και χάÏιν του κÎÏδους, μήτε να τον σκοτώνεις, αν και οÏκίστηκες στους θεοÏÏ‚.
825-830
Î ÏŽÏ‚ αντÎχει η καÏδιά σας να Ï„Ïαγουδάτε στους ήχους του αυλητή; Από την αγοÏά φαίνονται τα ÏŒÏια της χώÏας, που Ï„ÏÎφει με τους καÏποÏÏ‚ της αυτοÏÏ‚ που στις γιοÏÏ„ÎÏ‚ φοÏοÏν στεφάνια ποÏφυÏά στα ξανθά τους μαλλιά. Αλλά Îλα Ï„ÏŽÏα, ΣκÏθη, τα μαλλιά κόψε, τη διασκÎδαση πάψε, και Ï€Îνθησε για την ευωδιαστή τη χώÏα που καταστÏÎφεται.
831-832
Δείχνοντας εμπιστοσÏνη Îχασα την πεÏιουσία μου, όντας δÏσπιστος την Îσωσα· πικÏή η γνώση και στις δÏο πεÏιπτώσεις.
833-836
Όλα τοÏτα Îχουν πάει στον κόÏακα κι Îχουν χαθεί· κι οÏτε μας φταίει κάποιος από τους μακάÏιους θεοÏÏ‚, ΚÏÏνε, αλλά η βία των ανθÏώπων και τα αισχÏά κÎÏδη και η ÏβÏις μας ÎÏιξε από τα πολλά αγαθά στην κακοδαιμονία.
837-840
ΔÏο είναι οι ολÎθÏιοι δαίμονες του Ï€Î¿Ï„Î¿Ï Î³Î¹Î± τους άμοιÏους τους ανθÏώπους, η δίψα που παÏαλÏει το σώμα και η άτιμη η μÎθη· ανάμεσα στις δÏο θα πεÏιφÎÏομαι, και δεν θα με πείσεις οÏτε να μην πιω οÏτε και να παÏαμεθÏσω.
841-842
Κατά τα άλλα με ευχαÏιστεί το κÏασί, σε Îνα όμως δεν είναι ευχάÏιστο, όταν με κυÏιεÏει και με οδηγεί Ï€Ïος τον εχθÏÏŒ μου.
843-844
Μα όταν, ενώ είναι από πάνω, βÏεθεί να είναι από κάτω, τότε ας πάψουμε το ποτό κι ας πάμε σπίτι.