667-690, Θέογνις
Κείμενο Μετάφραση

667-682
εἰ μὲν χρήματ’ ἔχοιμι Σιμωνίδη, οἷά περ ἤδη,
οὐκ ἂν ἀνιώιμην τοῖς ἀγαθοῖσι συνών.
νῦν δέ με γινώσκοντα παρέρχεται, εἰμὶ δ’ ἄφωνος
χρημοσύνηι, πολλῶν γνοὺς ἂν ἄμεινον ἔτι,
οὕνεκα νῦν φερόμεσθα καθ’ ἱστία λευκὰ βαλόντες
Μηλίου ἐκ πόντου νύκτα διὰ δνοφερήν,
ἀντλεῖν δ’ οὐκ ἐθέλουσιν, ὑπερβάλλει δὲ θάλασσα
ἀμφοτέρων τοίχων∙ ἦ μάλα τις χαλεπῶς
σώιζεται, οἷ’ ἔρδουσι∙ κυβερνήτην μὲν ἔπαυσαν
ἐσθλόν, ὅτις φυλακὴν εἶχεν ἐπισταμένως∙
χρήματα δ’ ἁρπάζουσι βίηι, κόσμος δ’ ἀπόλωλεν,
δασμὸς δ’ οὐκέτ’ ἴσος γίνεται ἐς τὸ μέσσον∙
φορτηγοὶ δ’ ἄρχουσι, κακοὶ δ’ ἀγαθῶν καθύπερθεν.
δειμαίνω, μή πως ναῦν κατὰ κῦμα πίηι.
ταῦτά μοι ἠινίχθω κεκρυμμένα τοῖς ἀγαθοῖσι∙
γινώσκοι δ’ ἄν τις καὶ κακός, ἂν σοφὸς ἦι.

683-686
πολλοὶ πλοῦτον ἔχουσιν ἀίδριες∙ οἱ δὲ τὰ καλὰ
ζητοῦσιν χαλεπῆι τειρόμενοι πενίηι.
ἔρδειν δ’ ἀμφοτέροισιν ἀμηχανίη παράκειται∙
εἴργει γὰρ τοὺς μὲν χρήματα, τοὺς δὲ νόος.

687-688
οὐκ ἔστι θνητοῖσι πρὸς ἀθανάτους μαχέσασθαι,
οὐδὲ δίκην εἰπεῖν∙ οὐδενὶ τοῦτο θέμις.

689-690
οὐ χρὴ πημαίνειν, ὅτε μὴ πημαντέον εἴη,
οὐδ’ ἔρδειν ὅτι μὴ λώιον ἦι τελέσαι.

 

667-682
Αν είχα χρήματα, Σιμωνίδη, δεν θα στεναχωριόμουν, όπως στεναχωριέμαι τώρα, να κάνω παρέα με τους ευγενείς. Μα τώρα, αν και γνωρίζω, με προσπερνούνε, και να μιλήσω δεν μπορώ λόγω της φτώχειας, ενώ από τους περισσότερους ξέρω καλύτερα ακόμη και τούτο, πως τώρα κατεβάσαμε τα λευκά πανιά μας και οδηγούμαστε έξω από τη θάλασσα της Μήλου μέσα στη σκοτεινή νύχτα, και το πλήρωμα δεν λέει να αδειάσει τα νερά, και η θάλασσα σκεπάζει και τα δύο τοιχώματα του πλοίου· και με αυτά που κάνουν, μετά βίας σώζεται κανείς· τον καλό τον κυβερνήτη τον έπαψαν, όποιος και αν ήταν αυτός που φύλαγε το πλοίο με γνώση· με βία αρπάζουνε τα πράγματα, η τάξη χάνεται, και τίποτα πια δεν μοιράζεται ανοιχτά και με δίκαιο τρόπο· οι ναυτεργάτες εξουσιάζουν, οι κακοί βρέθηκαν πάνω από τους αγαθούς. Φοβάμαι μήπως το πλοίο το καταπιεί το κύμα. Αυτό το αίνιγμα ας πω για τους αγαθόυς· αν κάποιος είναι σοφός, θα μπορούσε να διακρίνει και το κακό.

683-686
Πολλοί έχουν πλούτη αν και αμαθείς· άλλοι αναζητούν το καλό και κατατρύχονται από τη δύσκολη τη φτώχεια. Και στους δύο δίπλα στέκεται η αμηχανία και ορίζει τα έργα τους· στους μεν λείπουν τα χρήματα, στους δε η γνώση.

687-688
Δεν μπορούν οι θνητοί να πολεμήσουν τους αθανάτους, ούτε και να τους κατηγορήσουν· σε κανέναν δεν επιτρέπεται αυτό. 

689-690
Να μη βλάπτουμε, όταν δεν πρέπει· και να ασχολούμαστε με ÏŒ,τι είναι πιο ωφέλιμο να πράξουμε.