Κείμενο | Μετάφραση |
Amores 1. 131
Iam super oceanum venit a seniore marito flava pruinoso quae vehit axe diem. 'Quo properas, Aurora? mane!--sic Memnonis umbris annua sollemni caede parentet avis!2 nunc iuvat in teneris dominae iacuisse lacertis; si quando, lateri nunc bene iuncta meo est. nunc etiam somni pingues et frigidus aer, et liquidum tenui gutture cantat avis. quo properas, ingrata viris, ingrata puellis? roscida purpurea supprime lora manu!3 Ante tuos ortus melius sua sidera servat navita nec media nescius errat aqua;4 te surgit quamvis lassus veniente viator, et miles saevas aptat ad arma manus. prima bidente vides oneratos arva colentes; prima vocas tardos sub iuga panda boves. tu pueros somno fraudas tradisque magistris, ut subeant tenerae verbera saeva manus; atque eadem sponsum incautos ante atria mittis, unius ut verbi grandia damna ferant. nec tu consulto, nec tu iucunda diserto; cogitur ad lites surgere uterque novas. tu, cum feminei possint cessare labores, lanificam revocas ad sua pensa manum.9 Omnia perpeterer--sed surgere mane puellas, quis nisi cui non est ulla puella ferat? optavi quotiens, ne nox tibi cedere vellet, ne fugerent vultus sidera mota tuos! optavi quotiens, aut ventus frangeret axem, aut caderet spissa nube retentus equus! [quid, si Cephalio numquam flagraret amore? an putat ignotam nequitiam esse suam? invida, quo properas? quod erat tibi filius ater,10 materni fuerat pectoris ille color. Tithono vellem de te narrare liceret; fabula non caelo turpior ulla foret. illum dum refugis, longo quia grandior aevo,5 surgis ad invisas a sene mane rotas. at si, quem mavis, Cephalum7 conplexa teneres, clamares: "lente currite, noctis equi!" Cur ego plectar amans, si vir tibi marcet ab annis? num me nupsisti conciliante seni? adspice, quot somnos iuveni donarit amato Luna!6 --neque illius forma secunda tuae. ipse deum genitor, ne te tam saepe videret,8 commisit noctes in sua vota duas.' Iurgia finieram. scires audisse: rubebat11 -- nec tamen adsueto tardius orta dies! |
Τον Ï…Ï€ÎÏγηÏο μόλις άφησε άντÏα της και πάνω από τον ωκεανό πεÏνώντας ÎÏχεται η χÏυσομάλλα που το φως της ημÎÏας φÎÏνει με παχνιασμÎνη άμαξα. Για Ï€Î¿Ï Ï„Î¿ Îβαλες, Αυγή; Στάσου, για το όνομα του ÎœÎμνονακαι της θυσίας που κάθε χÏόνο κάνουν στο όνομα του με κάθε μεγαλοπÏÎπεια τα πουλιά. Τη στιγμή τοÏτη θÎλω να την απολαÏσω βυθισμÎνος στην Ï„ÏυφεÏή αγκαλιά του κοÏÎ¹Ï„ÏƒÎ¹Î¿Ï Î¼Î¿Ï…, Ï„ÏŽÏα είναι όμοÏφο το σφιχταγκάλιασμά μας, την ÏŽÏα αυτή είναι βαθÏÏ‚ ο Ïπνος, ο αÎÏας δÏοσεÏός και γλυκÏτατο το κελάηδισμα των πουλιών. Γιατί βιάζεσαι, δυσάÏεστη σ’ αγόÏια και κοÏίτσια; τα δÏοσεÏά χαλινάÏια σφίξε με το ποÏφυÏÏŒ σου χÎÏι. ΚαλÏτεÏα παÏακολουθεί τα άστÏα ο ναÏτης Ï€ÏÎ¿Ï„Î¿Ï Î±Î½Î±Ï„ÎµÎ¯Î»ÎµÎ¹Ï‚, και δεν ξανοίγεται στη μÎση του πελάγους δίχως να γνωÏίζει (που ποÏεÏεται). Με την ανατολή σου κατάκοπος ξυπνάει ο ταξιδιώτης κι ο στÏατιώτης παίÏνει στα Ï„Ïαχειά του χÎÏια τα όπλα. Î Ïώτη ÎµÏƒÏ Î²Î»Îπεις τους καλλιεÏγητÎÏ‚ της γης με τις βαÏιÎÏ‚ δικÎλλες να μοχθοÏν, Ï€Ïώτη ÎµÏƒÏ ÎºÎ±Î»ÎµÎ¯Ï‚ αÏγοκίνητα βόδια κάτω από το ζυγό τους να μπουν. Î•ÏƒÏ Ï„Î¿Î½ Ïπνο των μικÏών παιδιών κλÎβεις και στα σχολεία τα στÎλνεις Όπου του δασκάλου η βÎÏγα Ï€Îφτει με δÏναμη πάνω σε Ï„ÏυφεÏά χεÏάκια. ΟÏτε σε δικηγόÏους είσαι συμπαθής οÏτε σε νομικοÏÏ‚Ö¹ στα δικαστήÏια Ï„ÏÎχουνε κι οι δυο τους όταν φανείς. Εξαιτίας σου ο μόχθος των γυναικών δεν τελειώνει καθώς βάζεις το χÎÏι τους ξανά στα’ αδÏάχτι. Όλα θα μποÏοÏσα να τα ανεχτώ, αλλά Ï€Ïωί Ï€Ïωί να ξυπνοÏν τα κοÏίτσια- αυτό θα μποÏοÏσε να το υπομείνει μόνο αυτός που κοπελιά δεν Îχει. Πόσες φοÏÎÏ‚ ευχήθηκα η νÏχτα να μην υποκÏψει σ’ εσÎνα και τα άστÏα να μην σβήσουν με τον εÏχομό σου. Πόσες φοÏÎÏ‚ ευχήθηκα ο άνεμος το άÏμα σου να διαλÏσει και το άλογό σους πυκνό σÏννεφο να σκαλώσει και να καταποντιστεί! Αχ μοχθηÏή, γιατί βιάζεσαι; Γι’ αυτό μήπως Îχεις μαÏÏο γιο, επειδή εκείνο ήταν το χÏώμα της καÏδιάς της μάνας του; Πόσο θάθελα ο Τιθωνός να μποÏοÏσε για σÎνα να μιλήσει- καμιά γυναίκα δεν θα αποκαλυπτόταν πιο αισχÏή στον ουÏανό. Όταν εκείνον τον αποφεÏγεις επειδή τον πήÏανε τα χÏόνια, Σηκώνεσαι Ï€Ïωί Ï€Ïωί για να πας στο άÏμα που αυτός μισεί. Αν όμως είχες κάποιον ΚÎφαλο στην αγκαλιά σου που τόσο Ï€Î¿Î»Ï Ï„Î¿Î½ ποθείς, θα φώναζες «άλογα της νÏχτας, πιο αÏγά Ï„ÏÎξτε»! Τι φταίω εγώ που αγαπάω αν ο άντÏα σου από τα βαθειά γεÏάματα μαÏάζωσε, το Ï€Ïοξενιό σου με τον γÎÏο εγώ το Îκανα; Δες τι Ïπνο χάÏισε στον νÎο που αγάπησε η Σελήνη που στην ομοÏφιά κατώτεÏη από σÎνα δεν είναι. Ο ίδιος ο πατÎÏας των θεών, για να αποφÏγει να σε βλÎπει όλη την ÏŽÏα, Îνωσε τις δÏο νÏχτες στη σειÏά για αν μποÏÎσει να το απολαÏσει. Στο σημείο αυτό τελείωσα το κατηγοÏητήÏιό μουֹ θα νόμιζε κανείς ότι μ’ άκουσεֹ κοκκίνισεֹ ΠαÏ’ όλα αυτά η μÎÏα δεν ξημÎÏωσε πιο αÏγά από τη συνηθισμÎνη της ÏŽÏα. |