Amores 1. 13, Ovidius
Κείμενο Μετάφραση
Amores 1. 131

Iam super oceanum venit a seniore marito

flava pruinoso quae vehit axe diem.

'Quo properas, Aurora? mane!--sic Memnonis umbris

annua sollemni caede parentet avis!2

nunc iuvat in teneris dominae iacuisse lacertis;

si quando, lateri nunc bene iuncta meo est.

nunc etiam somni pingues et frigidus aer,

et liquidum tenui gutture cantat avis.

quo properas, ingrata viris, ingrata puellis?

roscida purpurea supprime lora manu!3

Ante tuos ortus melius sua sidera servat

navita nec media nescius errat aqua;4

te surgit quamvis lassus veniente viator,

et miles saevas aptat ad arma manus.

prima bidente vides oneratos arva colentes;

prima vocas tardos sub iuga panda boves.

tu pueros somno fraudas tradisque magistris,

ut subeant tenerae verbera saeva manus;

atque eadem sponsum incautos ante atria mittis,

unius ut verbi grandia damna ferant.

nec tu consulto, nec tu iucunda diserto;

cogitur ad lites surgere uterque novas.

tu, cum feminei possint cessare labores,

lanificam revocas ad sua pensa manum.9

Omnia perpeterer--sed surgere mane puellas,

quis nisi cui non est ulla puella ferat?

optavi quotiens, ne nox tibi cedere vellet,

ne fugerent vultus sidera mota tuos!

optavi quotiens, aut ventus frangeret axem,

aut caderet spissa nube retentus equus!

[quid, si Cephalio numquam flagraret amore?

an putat ignotam nequitiam esse suam?

invida, quo properas? quod erat tibi filius ater,10

materni fuerat pectoris ille color.

Tithono vellem de te narrare liceret;

fabula non caelo turpior ulla foret.

illum dum refugis, longo quia grandior aevo,5

surgis ad invisas a sene mane rotas.

at si, quem mavis, Cephalum7 conplexa teneres,

clamares: "lente currite, noctis equi!"

Cur ego plectar amans, si vir tibi marcet ab annis?

num me nupsisti conciliante seni?

adspice, quot somnos iuveni donarit amato

Luna!6 --neque illius forma secunda tuae.

ipse deum genitor, ne te tam saepe videret,8

commisit noctes in sua vota duas.'

Iurgia finieram. scires audisse: rubebat11 --

nec tamen adsueto tardius orta dies!




Τον υπέργηρο μόλις άφησε άντρα της και πάνω από τον ωκεανό περνώντας έρχεται η χρυσομάλλα που το φως της ημέρας φέρνει με παχνιασμένη άμαξα.

Για πού το έβαλες, Αυγή; Στάσου, για το όνομα του Μέμνονακαι της θυσίας που κάθε χρόνο κάνουν στο όνομα του με κάθε μεγαλοπρέπεια τα πουλιά.

Τη στιγμή τούτη θέλω να την απολαύσω βυθισμένος στην τρυφερή αγκαλιά του κοριτσιού μου, τώρα είναι όμορφο το σφιχταγκάλιασμά μας,

την ώρα αυτή είναι βαθύς ο ύπνος, ο αέρας δροσερός
και γλυκύτατο το κελάηδισμα των πουλιών.

Γιατί βιάζεσαι, δυσάρεστη σ’ αγόρια και κορίτσια;
τα δροσερά χαλινάρια σφίξε με το πορφυρό σου χέρι.

Καλύτερα παρακολουθεί τα άστρα ο ναύτης προτού ανατείλεις,
και δεν ξανοίγεται στη μέση του πελάγους δίχως να γνωρίζει (που πορεύεται).

Με την ανατολή σου κατάκοπος ξυπνάει ο ταξιδιώτης
κι ο στρατιώτης παίρνει στα τραχειά του χέρια τα όπλα.

Πρώτη εσύ βλέπεις τους καλλιεργητές της γης με τις βαριές δικέλλες να μοχθούν,
πρώτη εσύ καλείς αργοκίνητα βόδια κάτω από το ζυγό τους να μπουν.

Εσύ τον ύπνο των μικρών παιδιών κλέβεις και στα σχολεία τα στέλνεις
Όπου του δασκάλου η βέργα πέφτει με δύναμη πάνω σε τρυφερά χεράκια.

Ούτε σε δικηγόρους είσαι συμπαθής ούτε σε νομικούςֹ
στα δικαστήρια τρέχουνε κι οι δυο τους όταν φανείς.

Εξαιτίας σου ο μόχθος των γυναικών δεν τελειώνει
καθώς βάζεις το χέρι τους ξανά στα’ αδράχτι.

Όλα θα μπορούσα να τα ανεχτώ, αλλά πρωί πρωί να ξυπνούν τα κορίτσια-
αυτό θα μπορούσε να το υπομείνει μόνο αυτός που κοπελιά δεν έχει.

Πόσες φορές ευχήθηκα η νύχτα να μην υποκύψει σ’ εσένα
και τα άστρα να μην σβήσουν με τον ερχομό σου.

Πόσες φορές ευχήθηκα ο άνεμος το άρμα σου να διαλύσει
και το άλογό σους πυκνό σύννεφο να σκαλώσει και να καταποντιστεί!

Αχ μοχθηρή, γιατί βιάζεσαι; Γι’ αυτό μήπως έχεις μαύρο γιο,
επειδή εκείνο ήταν το χρώμα της καρδιάς της μάνας του;

Πόσο θάθελα ο Τιθωνός να μπορούσε για σένα να μιλήσει-
καμιά γυναίκα δεν θα αποκαλυπτόταν πιο αισχρή στον ουρανό.

Όταν εκείνον τον αποφεύγεις επειδή τον πήρανε τα χρόνια,
Σηκώνεσαι πρωί πρωί για να πας στο άρμα που αυτός μισεί.

Αν όμως είχες κάποιον Κέφαλο στην αγκαλιά σου που τόσο πολύ τον ποθείς,
θα φώναζες «άλογα της νύχτας, πιο αργά τρέξτε»!

Τι φταίω εγώ που αγαπάω αν ο άντρα σου από τα βαθειά γεράματα μαράζωσε,
το προξενιό σου με τον γέρο εγώ το έκανα;

Δες τι ύπνο χάρισε στον νέο που αγάπησε η Σελήνη
που στην ομορφιά κατώτερη από σένα δεν είναι.

Ο ίδιος ο πατέρας των θεών, για να αποφύγει να σε βλέπει όλη την ώρα,
ένωσε τις δύο νύχτες στη σειρά για αν μπορέσει να το απολαύσει.

Στο σημείο αυτό τελείωσα το κατηγορητήριό μουֹ θα νόμιζε κανείς ότι μ’ άκουσεֹ κοκκίνισεֹ
Παρ’ όλα αυτά η μέρα δεν ξημέρωσε πιο αργά από τη συνηθισμένη της ώρα.