Κείμενο | Μετάφραση |
Amores 1. 91
Militat omnis amans, et habet sua castra Cupido; Attice,2 crede mihi, militat omnis amans. quae bello est habilis, Veneri quoque convenit aetas.5
turpe senex miles, turpe senilis amor. quos petiere duces animos in milite forti, hos petit in socio bella puella6 viro. pervigilant ambo; terra requiescit uterque-- ille fores dominae servat, at ille ducis. militis officium longa est via; mitte puellam,7 strenuus exempto fine sequetur amans. ibit in adversos montes duplicataque nimbo flumina, congestas exteret ille nives, nec freta pressurus tumidos causabitur Euros aptaque verrendis sidera quaeret aquis. quis nisi vel miles vel amans et frigora noctis et denso mixtas perferet imbre nives? mittitur infestos alter speculator in hostes; in rivale oculos alter, ut hoste, tenet. ille graves urbes, hic durae limen amicae8 obsidet; hic portas frangit, at ille fores. Saepe soporatos invadere profuit hostes caedere et armata vulgus inerme manu. sic fera Threicii ceciderunt agmina Rhesi3 , et dominum capti deseruistis equi. nempe maritorum somnis utuntur amantes, et sua sopitis hostibus arma movent.4 custodum transire manus vigilumque catervas militis et miseri semper amantis opus. Mars dubius nec certa Venus; victique resurgunt,12 quosque neges umquam posse iacere, cadunt. Ergo desidiam quicumque vocabat amorem, desinat. ingenii est experientis amor. ardet in abducta Briseide magnus Achilles11 -- dum licet, Argeas frangite, Troes, opes! Hector ab Andromaches conplexibus ibat ad arma,13 et, galeam10 capiti quae daret, uxor erat.14 summa ducum, Atrides, visa Priameide fertur Maenadis effusis obstipuisse comis. Mars quoque deprensus fabrilia vincula sensit;15 notior in caelo fabula nulla fuit. ipse ego segnis eram discinctaque in otia natus; mollierant animos lectus et umbra meos.9 inpulit ignavum formosae cura puellae iussit et in castris aera merere suis. inde vides agilem nocturnaque bella gerentem. qui nolet fieri desidiosus, amet! |
Κάθ’ εÏαστής είναι και στÏατιώτης, Îχει κι ο ÎÏωτας δικό του στÏατόπεδο. ΠίστεψΠμε, ΑττικÎ, κάθ’ εÏαστής είναι και στÏατιώτης. Όποιος για πόλεμο είναι ÏŽÏιμος, είν’ ÏŽÏιμος και για τον ÎÏωτα: Άσχημο Ï€Ïάγμα ο γÎÏος στÏατιώτης, άσχημο Ï€Ïάγμα και του γÎÏου ο ÎÏωτας. Τα Ï€Ïοσόντα που θÎλουν οι αξιωματικοί από τους γενναίους στÏατιώτες, τα ίδια ζητάει η κοπÎλα από τον σÏντÏοφό της. ΕÏαστής και στÏατιώτης μÎνουν ξάγÏυπνοι και οι δυο, όπως και κοιμοÏνται και οι δυο στο χώμα. Ο Îνας Ï€ÏοσÎχει της καλής του την πόÏτα, ο άλλος φυλάει σκοπιά Îξω από το αÏχηγείο. Η πεζοποÏία είναι δουλειά του στÏατιώτη: σαν φÏγει όμως και το κοÏίτσι, ΑκοÏÏαστος την ακολουθεί από πίσω της κι αγαπητικός της μÎχÏι τα Ï€ÎÏατα της γης. Θα σκαÏφαλώσει σ’ απότομα βουνά, θα βουτήξει σε φουσκωμÎνα από τη βÏοχή ποτάμια, θα διαβεί μÎσα από πυκνό χιόνι. Κι αν είναι να πεÏάσει τα Ï€Îλαγα δεν θα τον σταματήσει ο ΣιÏόκος, οÏτε θα αναζητήσει τα άστÏα εκείνα που θα του δείξουνε τη Ïότα. Ποιός εκτός από τον στÏατιώτη ή τον εÏαστή είναι ικανός και την παγωνιά της νÏχτας να αντÎξει και τα χιόνια που εναλλάσσονται με τη νεÏοποντή; Ο Îνας αποστÎλλεται κατάσκοπος σ’ εχθÏικό στÏατόπεδο ο άλλος κοιτάζει Ï€ÏοσηλωμÎνος τον αντίζηλο σαν νάναι εχθÏός του. Ο Îνας πόλεις γεÏά οχυÏωμÎνες πολιοÏκεί, ο άλλος της σκληÏής εÏωμÎνης του το κατώφλιֹπόÏτες παÏαβιάζει ο Îνας, Ï€Ïλες ο άλλος. Συχνά κÏίνεται ωφÎλιμο να πιάσεις τον εχθÏÏŒ στον Ïπνο και μ’ οπλισμÎνο χÎÏι να χτυπήσεις το άοπλο πλήθος. Κάπως Îτσι του Ρήσου του ΘÏακιώτη νικήθηκαν τα άγÏια στÏατεÏματα και τα κλεμμÎνα άλογα εγκατÎλειψαν το αφεντικό τους. Έτσι κι οι εÏαστÎÏ‚ εκμεταλλεÏονται τον Ïπνο των συζÏγων και, ενώ οι εχθÏοί κοιμοÏνται, μετÎÏχονται τα δικά τους όπλα. Ο δόλιος ο εÏαστής κι ο στÏατιώτης Îχουν την ίδια πάντα αποστολή: μÎσα από πλήθη φÏουÏών και σκοπών να ξεγλιστÏοÏν. ΑβÎβαιος ο ΆÏης (πόλεμος), καθόλου σίγουÏη η ΑφÏοδίτη (ÎÏωτας): οι νικημÎνοι επανακάμπτουν, και γκÏεμίζονται Î±Ï…Ï„Î¿Ï Ï€Î¿Ï… θεωÏοÏσες αχτÏπητους. Όποιος λοιπόν τον ÎÏωτα τεμπÎλικη υπόθεση τον νόμιζε ας πάψει: γιατί ο ÎÏωτας θÎλει πείÏα και εξυπνάδα. ΦλÎγεται πεÏίλυπος ο ΑχιλλÎας επειδή του πήÏαν του την Î’Ïισηίδα, όσο Ï€Ïολαβαίνετε, τους Έλληνες χτυπάτε Ï„ÏŽÏα ΤÏώες. Ο ΈκτοÏας από την αγκαλιά της ΑνδÏομάχης ευθÏÏ‚ στον πόλεμο Ï„ÏαβοÏσε, η ίδια η σÏζυγος Ï„Î¿Ï Ï†ÏŒÏαγε το κÏάνος στο κεφάλι. ΛÎγεται ότι ο αÏχιστÏάτηγος ΑγαμÎμνονας θαμπώθηκε από ÎÏωτα μόλις είδε την κόÏη του Î Ïιάμου σαν Μαινάδα με ανάκατα μαλλιά. Κι ο ΆÏης ακόμα Îνιωσε τις αλυσίδες του σιδεÏά μόλις τον συνÎλαβαν επ’ αυτοφώÏω ΚανÎνα σκάνδαλο δεν υπήÏξε πιο γνωστό στον ουÏανό. Εγώ ο ίδιος ήμουν νωθÏός και γεννημÎνος να μην κάνω τίποταֹ ο Ïπνος και η σκιά μου μ’ είχαν καταντήσει μαλθακό Όμως το ενδιαφÎÏον μου για Îνα όμοÏφο κοÏίτσι Îδιωξε τη Ïαθυμία μου, και νάμαι Ï„ÏŽÏα σ’ ενεÏγό υπηÏεσία. Γι’ αυτό με βλÎπεις αεικίνητο ολονυχτίς να πολεμάω: Όποιος δεν θÎλει τεμπÎλης να καταντήσει, ας εÏωτευθεί. |