Amores 1. 6, Ovidius
Κείμενο Μετάφραση
Amores 1. 61

Ianitor--indignum!--dura religate catena,2

difficilem moto cardine pande forem!3

quod precor, exiguum est--aditu fac ianua parvo

obliquum capiat semiadaperta latus.

longus amor tales corpus tenuavit in usus

aptaque subducto pondere membra dedit.4

ille per excubias custodum leniter ire

monstrat: inoffensos derigit ille pedes.5

At quondam noctem simulacraque vana timebam;

mirabar, tenebris quisquis iturus erat.

risit, ut audirem, tenera cum matre Cupido6

et leviter 'fies tu quoque fortis' ait.

nec mora, venit amor--non umbras nocte volantis,

non timeo strictas in mea fata manus.

te9 nimium lentum timeo, tibi blandior uni;7

tu, me quo possis perdere, fulmen8 habes.

Adspice--uti videas, inmitia claustra relaxa--

uda sit ut lacrimis ianua facta meis!

certe ego, cum posita stares ad verbera veste,10

ad dominam pro te verba tremente tuli.

ergo quae valuit pro te quoque gratia quondam--

heu facinus!--pro me nunc valet illa parum?

redde vicem meritis! grato licet esse quod optas.

tempora noctis eunt; excute poste seram!

Excute! sic, inquam, longa relevere catena,

nec tibi perpetuo serva bibatur aqua!

ferreus orantem nequiquam, ianitor, audis,

roboribus duris ianua fulta riget.

urbibus obsessis clausae munimina portae

prosunt; in media pace quid arma times?

quid facies hosti, qui sic excludis amantem?

tempora noctis eunt; excute poste seram!

Non ego militibus venio comitatus et armis;

solus eram, si non saevus adesset Amor.

hunc ego, si cupiam, nusquam dimittere possum;

ante vel a membris dividar ipse meis.

ergo Amor et modicum circa mea tempora vinum11

mecum est et madidis lapsa corona comis.

arma quis haec timeat? quis non eat obvius illis?

tempora noctis eunt; excute poste seram!

Lentus es: an somnus, qui te male perdat, amantis

verba dat in ventos aure repulsa tua?

at, memini, primo, cum te celare volebam,

pervigil in mediae sidera noctis eras.

forsitan et tecum tua nunc requiescit amica--

heu, melior quanto sors tua sorte mea!

dummodo sic, in me durae transite catenae!

tempora noctis eunt; excute poste seram!

Fallimur, an verso sonuerunt cardine postes,

raucaque concussae signa dedere fores?

fallimur--inpulsa est animoso ianua vento.

ei mihi, quam longe spem tulit aura meam!

si satis es raptae, Borea, memor Orithyiae,12

huc ades et surdas flamine tunde foris!

urbe silent tota, vitreoque madentia rore

tempora noctis eunt; excute poste seram!

Aut ego iam ferroque ignique paratior ipse,

quem face sustineo, tecta superba petam.13

nox et Amor vinumque nihil moderabile suadent;

illa pudore vacat, Liber Amorque metu.

omnia consumpsi, nec te precibusque minisque

movimus, o foribus durior ipse tuis.

non te formosae decuit servare puellae14

limina, sollicito carcere dignus eras.

Iamque pruinosus molitur Lucifer axes,

inque suum miseros excitat ales opus.

at tu, non laetis detracta corona capillis,

dura super tota limina nocte iace!

tu dominae, cum te proiectam mane videbit,

temporis absumpti tam male testis eris.

Qualiscumque vale sentique abeuntis honorem;

lente nec admisso turpis amante, vale!

vos quoque, crudeles rigido cum limine postes

duraque conservae ligna, valete, fores!




Θυρωρέ που με βαριές σ’ έδεσαν αλυσίδες -πόσο απάνθρωπο!-
την πεισματάρα πόρτα σήκω να ανοίξεις.

Δεν σου ζητώ πολλά: μια χαραμάδα μοναχά,
από την πόρτα τη μισάνοιχτη στο πλάι γυρνώντας να χωρέσω.

Η μακροχρόνια θητεία μου στον έρωτα μού έδωσε κορμί λυγερό, κατάλληλο για κάτι τέτοια, λιγόστεψε το βάρος μου κι έγινα ευέλικτος.

Ο έρωτας σού δείχνει πώς να ξεγλιστράς ανάμεσα από τους φρουρούς και τις σκοπιές τους,
κατευθύνει τα βήματά σου πέρα από τις κακοτοπιές.

Κάποτε φοβόμουν της νύχτας το σκοτάδι και ψεύτικα αγάλματα,
και θαύμαζα αυτούς που νυχτοπερπατούσανε.

Γέλασε τότε ο Έρωτας – έτσι που να τον ακούσω- καθώς και η τρυφερή του μάνα,
και σιγανά μου λέει: «θα γίνεις και συ γενναίος»!

Αμέσως σχεδόν ερωτεύθηκα˙ δεν με σκιάζουν τώρα της νύχτας οι ιπτάμενες σκιές ούτε φοβάμαι τα δολοφονικά χερια.

Φοβάμαι εσένα που δεν κάνεις τίποτα, εσένα μόνο κολακεύω,
Εσύ κρατάς τον κεραυνό που θα μπορούσε να με κάψει.

Δες – τράβα τον σύρτη λίγο για να δεις-
πόσο μούσκεμα έγινε η πόρτα από τα δάκρυά μου.

Τη μέρα εκείνη που γυμνός και τρεμάμενος περίμενες τον βο΄ρυρδουλα
Εγώ δε μίλησα στην κυρά σου και σε γλύτωσα;

Λοιπόν, εκείνη η χάρη που κάποτε σ’ ωφέλησε
Δεν έχει σημασία τώρα που βρίσκομαι σ’ ανάγκη; Τι έγκλημα!

Ανταπόδωσε το καλό που σου έκανα!Ιδού η ευκαιρία που θέλεις για να δείξεις την ευγνωμοσύνη σου!
Η νύχτα περνάει βγάλε το μάνταλο από την πόρτα!

Βγάλτο κι εγώ σου εύχομαι να γλιτώσεις κάποτε απ’ τη μακριά αλυσίδα
και της σκλαβιάς το νερό να πάψεις να πίνεις.

Άτεγκτε θυρωρέ, άδικα σε παρακαλώ, δεν δίνεις σημασία˙
Αμπαρωμένη με σκληρά δοκάρια η πόρτα δεν ανοίγει!

Για να προφυλαχτούν κρατούν τις πύλες τους κλειστές οι πόλεις που πολιορκούνται˙
Γιατί φοβάσαι εσύ ένοπλη επίθεση εν καιρώ ειρήνης;

Αν κλειδώνεις έτσι εραστές απέξω, τι θα έκανες στον εχθρό σου;
Η νύχτα περνάει βγάλε το μάνταλο από την πόρτα!

Δεν έρχομαι εγώ με συνοδεία οπλισμένων στρατιωτών.
Θα ήμουν ολομόναχος να δίπλα μου δεν είχα τον σκληρό έρωτα.

Ν’ απαλλαγώ απ’ αυτόν, ακόμη και αν το ήθελα, ποτέ δεν θα μπορούσα˙
πρώτα θα αποχωριζόμουν από τα ίδια μου τα μέλη.

Η συντροφιά μου, λοιπόν, είναι μονάχα ο έρωτας και λιγοστό κρασί, όσο να βρέξω το λαρύγγι μου
κι ένα στεφάνι που κάθεται στραβά στα γυαλισμένα μαλλιά μου.

Ποιός θα φοβόταν αυτά τα όπλα και θα ήθελε να τα αποφύγει;
Η νύχτα περνάει βγάλε το μάνταλο από την πόρτα!

Σαν να μη δίνεις σημασία, μήπως σε πήρε ο ύπνος – που να σε πάρει και να σε σηκώσει-
και δεν ακούς τα λόγια ενός ερωτευμένου κι εγώ μιλάω στον αέρα;

Κι όμως θυμάμαι ότι παλιότερα, όταν από σένα να κρυφτώ ήθελα,
Ως τα περασμένα μεσάνυχτα έμενες άγρυπνος.

Ίσως μια φιλενάδα σου να σου κρατάει τώρα παρέα μαζί με μένα-
Αχ, πόσο καλύτερη είναι η τύχη σου από τη δική μου!

Αφού είν’ έτσι, πέρασε σε μένα τα σκληρά δεσμά σου!
Η νύχτα περνάει βγάλε το μάνταλο από την πόρτα!

Ακούστηκαν οι μεντεσέδες να γυρίζουνε ή κάνω λάθος;
Ήρθε στο κατώφλι κανείς κι έκανε θόρυβο;

Λάθος! Ο αέρας ήταν που με δύναμη την πόρτα έσπρωξε
και – δυστυχία μου- τις ελπίδες μου κατασκόρπισε!

Στ’ όνομα της Ωρείθυιας, Βοριά, που κάποτε απήγαγες
έλα στο πλευρό μου και μ’ ένα φύσημα χτύπα την κουφή αυτή πόρτα.

Όλη η πόλη είναι σιωπηλή και η νύχτα˙ στάζοντας διάφανη δροσιά η νύχτα περνά από στιγμή σε στιγμή˙ βγάλε το μάνταλο από την πόρτα.

Ειδάλλως είμαι ο ίδιος έτοιμος τώρα δα με του δαυλού τις φλόγες και με σίδερο
Επίθεση να κάνω στ’ ακατάδεκτο το σπίτι σου.

Η νύχτα, ο έρωτας και το κρασί δεν με πείθουν να δείξω καμία αυτοσυγκράτηση˙
Η πρώτη από ντροπή δεν γνωρίζει, ο έρωτας και το κρασί δεν ξέρουν από φόβο.

Τα πάντα δοκίμασα, ούτε προσευχές ούτε απειλές
σε συγκινούν εσένα που κι από την πόρτα πιο σκληρός είσαι.

Δεν θα έπρεπε εσύ να φυλάς μιας όμορφης γυναίκας,
το κατώφλι- μπουντρούμια σου αξίζανε να φυλάς.

Το παχνιασμένο άρμα του ετοιμάζει ο Αυγερινός
και τα πουλιά ξυπνούν για τη δουλειά του τον κοσμάκη.

Όμως εσύ στεφάνι άτυχο που σ’ έβγαλαν από το μέτωπο μου,
ώσπου να ξημερώσει μείν’ εδώ σε τούτο το σκληρό κατώφλι!

Μάρτυρας νάσαι για τις δύσκολες ώρες που πέρασα
όταν θα βγει η κυρά το πρωί κι εδώ σε βρει ριγμένο

Κύριε θυρωρέ έχε γεια, όποιος και ό,τι κι αν είσαι! Με τιμή
φεύγω και σε χαιρετώ εσένα τον αδιάλλακτο και υπεύθυνο για τον αποκλεισμό ενός εραστή!

Κι εσείς, επίσης, σκληρό κατώφλι κι άσπλαχνα θυρόφυλλα
κι αλύγιστα δοκάρια, γεια και χαρά σας.