295-298
ΑφόÏητο βάÏος για τον πολυλογά τον άνθÏωπο να σιωπά, κι όταν μιλά, δυσάÏεστος στους γÏÏω, και όλοι τον απεχθάνονται· η ανάγκη, όμως, απαιτεί τη συναναστÏοφή με Îναν Ï„Îτοιον άνθÏωπο στο συμπόσιο.
299-300
Κανείς δεν θÎλει να είναι φίλος όταν τυχαίνει σε κάποιον συμφοÏά, οÏτε κι αν Ï€Ïόκειται για αυτόν που γεννήθηκε από την ίδια μάνα, ΚÏÏνε.
301-302
ΠικÏός και γλυκός να είσαι, θελκτικός και σκληÏός σε υπηÏÎτες και σε δοÏλους και στους γείτονες που ζουν στη διπλανή την πόÏτα.
303-304
Τον αγαθό βίο δεν Ï€ÏÎπει διαÏκώς να τον αλλάζεις, αλλά να τον διατηÏείς σταθεÏÏŒ, και τον κακό να τον κινείς Îως ότου τον διοÏθώσεις.
305-308
Δεν είναι όλοι οι κακοί γεννημÎνοι από τη μάνα τους κακοί, αλλά συνάπτοντας φιλίες με άνδÏες κακοÏÏ‚ Îμαθαν και τις άσχημες Ï€Ïάξεις και τα αναίσχυντα λόγια και την ÏβÏη, νομίζοντας ότι εκείνοι λÎνε σε όλα την αλήθεια.
309-312
ÎœÎµÏ„Î±Î¾Ï Ï„Ï‰Î½ συνδαιτυμόνων Ï€ÏÎπει να είναι κανείς συνετός, και να φαίνεται πως τίποτα δεν παÏατηÏεί, σαν να μην ήταν καν εκεί, και στο συμπόσιο να φÎÏνει ÏŒ,τι είναι αστείο· Îξω, όμως, να είναι σοβαÏός, γνωÏίζοντας ποια είναι η διάθεση του καθενός.
313-314
ÎœÎµÏ„Î±Î¾Ï Ï„Ï‰Î½ μωÏών μωÏαίνομαι κι εγώ πολÏ, Î¼ÎµÏ„Î±Î¾Ï Ï„Ï‰Î½ δικαίων, όμως, είμαι ο δικαιότεÏος όλων.
315-318
Πολλοί αυτοί που είναι κατώτεÏοι και πλουτίζουνε, πολλοί οι ευγενείς που είναι φτωχοί· εμείς, όμως, δεν θα ανταλλάξουμε μαζί τους την ευγÎνεια με τον πλοÏτο, γιατί αυτή βÎβαια μÎνει πάντα σταθεÏή, τα χÏήματα, όμως, άλλοτε τα Îχει ο Îνας κι άλλοτε ο άλλος.
319-322
ΚÏÏνε, ο ευγενής διατηÏεί πάντοτε σταθεÏή τη γνώμη του, και δείχνει αποφασιστικότητα και στις συμφοÏÎÏ‚ και στα αγαθά· μα αν ο θεός δώσει σε άνθÏωπο ευτελή αγαθά και πλοÏτο, αυτός από ανοησία δεν μποÏεί να ελÎγξει την αθλιότητά του.
323-328
ΠοτΠμη χαλάσεις μια φιλία για ασήμαντο λόγο, Îχοντας πιστÎψει κακÎÏ‚ διαβολÎÏ‚. Αν θÏμωνε κανείς κάθε φοÏά που σφάλλουνε οι φίλοι του, δεν θα ήταν ενωμÎνοι και φίλοι Î¼ÎµÏ„Î±Î¾Ï Ï„Î¿Ï…Ï‚· γιατί τα σφάλματα είναι μες στη ζωή των ανθÏώπων, ΚÏÏνε· μόνο οι θεοί δεν τα ανÎχονται.
329-330
Ο βÏαδÏÏ‚ άνθÏωπος που είναι συνετός Ï€Ïολαβαίνει τον άνθÏωπο τον γÏήγοÏο, ΚÏÏνε, χάÏη στην ευθεία δικαιοσÏνη των θεών.
331-332
ΉÏεμα, όπως εγώ, ακολοÏθησε τη μÎση οδό, ΚÏÏνε, και μη δίνεις στον Îναν αυτά που ανήκουν στον άλλο.
332a-332b
Δεν υπάÏχουν φίλοι και πιστοί σÏντÏοφοι σαν εξοÏίζεσαι· αυτό είναι πιο σκληÏÏŒ κι από την εξοÏία.
333-334
ΠοτΠμη δεθείς με άνθÏωπο που εξοÏίζεται ελπίζοντας, ΚÏÏνε· γιατί ποτΠδεν θα είναι πια ο ίδιος, οÏτε κι αν επιστÏÎψει.
335-336
Μη βιάζεσαι πολϷ σε όλα άÏιστη είναι η μÎση οδός· κι Îτσι θα διακÏιθείς, ΚÏÏνε, Ï€Ïάγμα που δÏσκολα αποκτάται.