295-336, Θέογνις
Κείμενο Μετάφραση

295-2981
κωτίλῳ ἀνθρώπῳ σιγᾶν χαλεπώτατον ἄχθος,
   φθεγγόμενος δ’ ἀδὴς οἷσι παρῇ πέλεται,
ἐχθαίρουσι δὲ πάντες∙ ἀναγκαίη δ’ ἐπίμειξις
   ἀνδρὸς τοιούτου συμποσίῳ τελέθει.

299-3002
οὐδεὶς λῇ φίλος εἶναι ἐπὴν κακὸν ἀνδρὶ γένηται,
   οὐδ ᾧ κ’ ἐκ γαστρὸς Κύρνε μιᾶς γεγόνῃ.

301-3023
πικρὸς καὶ γλυκὺς ἴσθι καὶ ἁρπαλέος καὶ ἀπηνὴς
   λάτρισι καὶ δμωσὶν γείτοσί Ï„’ ἀγχιθύροις.

303-3044
οὐ χρὴ κιγκλίζειν ἀγαθὸν βίον, ἀλλ’ ἀτρεμίζειν,
   τὸν δὲ κακὸν κινεῖν ἔστ’ ἂν ἐς ὀρθὰ βάλῃς.

305-3085
οἱ κακοὶ οὐ πάντως κακοὶ ἐκ γαστρὸς γεγόνασιν,
   ἀλλ’ ἄνδρεσσι κακοῖς συνθέμενοι φιλίην
ἔργά τε δείλ’ ἔμαθον καὶ ἔπη δύσφημα καὶ ὕβριν,
   ἐλπόμενοι κείνους πάντα λέγειν ἔτυμα.

309-3126
ἐν μὲν συσσίτοισιν ἀνὴρ πεπνυμένος εἶναι,
   πάντα δέ μιν λήθειν ὡς ἀπεόντα δοκοῖ,
εἰς δὲ φέροι τὰ γελοῖα∙ θύρηφι δὲ καρτερὸς εἴη,
   γινώσκων ὀργὴν ἥντιν’ ἕκαστος ἔχει.

313-3147
ἐν μὲν μαινομένοις μάλα μαίνομαι, ἐν δὲ δικαίοις
   πάντων ἀνθρώπων εἰμὶ δικαιότατος.

315-3188
πολλοί τοι πλουτοῦσι κακοί, ἀγαθοὶ δὲ πένονται∙
   ἀλλ’ ἡμεῖς τούτοις οὐ διαμειψόμεθα
τῆς ἀρετῆς τὸν πλοῦτον, ἐπεὶ τὸ μὲν ἔμπεδον αἰεί,
   χρήματα δ’ ἀνθρώπων ἄλλοτε ἄλλος ἔχει.

319-3229
Κύρν’, ἀγαθὸς μὲν ἀνὴρ γνώμην ἔχει ἔμπεδον αἰεί,
   τολμᾷ δ’ ἔν τε κακοῖς κειμένοις ἔν Ï„’ ἀγαθοῖς∙
εἰ δὲ θεὸς κακῷ ἀνδρὶ βίον καὶ πλοῦτον ὀπάσσῃ,
   ἀφραίνων κακίην οὐ δύναται κατέχειν.

323-32810
μήποτ’ ἐπὶ σμικρᾷ προφάσει φίλον ἄνδρ’ ἀπολέσσαι
   πειθόμενος χαλεπῇ Κύρνε διαβολίῃ.
εἴ τις ἁμαρτωλῇσι φίλων ἐπὶ παντὶ χολοῖτο,
   οὔποτ’ ἂν ἀλλήλοις ἄρθμιοι οὐδὲ φίλοι
εἶεν∙ ἁμαρτωλαὶ γὰρ ἐν ἀνθρώποισιν ἕπονται
   θνητοῖς Κύρνε∙ θεοὶ δ’ οὐκ ἐθέλουσι φέρειν.

329-33011
καὶ βραδὺς εὔβουλος εἷλεν ταχὺν ἄνδρα διώκων
   Κύρνε, σὺν εὐθείῃ θεῶν δίκῃ ἀθανάτων.

331-33212
ἥσυχος ὥσπερ ἐγὼ μέσσην ὁδὸν ἔρχεο ποσσίν,
   μηδετέροισι διδοὺς Κύρνε Ï„á½° τῶν ἑτέρων.

332a-332b13
οὐκ ἔστιν φεύγοντι φίλος καὶ πιστὸς ἑταῖρος∙ 
   τῆς δὲ φυγῆς ἐστιν τοῦτ’ ἀνιηρότατον.    

333-33414
μήποτε φεύγοντ’ ἄνδρα ἐπ’ ἐλπίδι Κύρνε φιλήσῃς∙
   οὐδὲ γὰρ οἴκαδε βὰς γίνεται αὐτὸς ἔτι.

335-33615
μηδὲν ἄγαν σπεύδειν∙ πάντων μέσ’ ἄριστα∙ καὶ οὕτως
   Κύρν’ ἕξεις ἀρετήν, ἥν τε λαβεῖν χαλεπόν.

295-298
Αφόρητο βάρος για τον πολυλογά τον άνθρωπο να σιωπά, κι όταν μιλά, δυσάρεστος στους γύρω, και όλοι τον απεχθάνονται· η ανάγκη, όμως, απαιτεί τη συναναστροφή με έναν τέτοιον άνθρωπο στο συμπόσιο.

299-300
Κανείς δεν θέλει να είναι φίλος όταν τυχαίνει σε κάποιον συμφορά, ούτε κι αν πρόκειται για αυτόν που γεννήθηκε από την ίδια μάνα, Κύρνε.

301-302
Πικρός και γλυκός να είσαι, θελκτικός και σκληρός σε υπηρέτες και σε δούλους και στους γείτονες που ζουν στη διπλανή την πόρτα.

303-304
Τον αγαθό βίο δεν πρέπει διαρκώς να τον αλλάζεις, αλλά να τον διατηρείς σταθερό, και τον κακό να τον κινείς έως ότου τον διορθώσεις.

305-308
Δεν είναι όλοι οι κακοί γεννημένοι από τη μάνα τους κακοί, αλλά συνάπτοντας φιλίες με άνδρες κακούς έμαθαν και τις άσχημες πράξεις και τα αναίσχυντα λόγια και την ύβρη, νομίζοντας ότι εκείνοι λένε σε όλα την αλήθεια.

309-312
Μεταξύ των συνδαιτυμόνων πρέπει να είναι κανείς συνετός, και να φαίνεται πως τίποτα δεν παρατηρεί, σαν να μην ήταν καν εκεί, και στο συμπόσιο να φέρνει ÏŒ,τι είναι αστείο· έξω, όμως, να είναι σοβαρός, γνωρίζοντας ποια είναι η διάθεση του καθενός.

313-314
Μεταξύ των μωρών μωραίνομαι κι εγώ πολύ, μεταξύ των δικαίων, όμως, είμαι ο δικαιότερος όλων.

315-318
Πολλοί αυτοί που είναι κατώτεροι και πλουτίζουνε, πολλοί οι ευγενείς που είναι φτωχοί· εμείς, όμως, δεν θα ανταλλάξουμε μαζί τους την ευγένεια με τον πλούτο, γιατί αυτή βέβαια μένει πάντα σταθερή, τα χρήματα, όμως, άλλοτε τα έχει ο ένας κι άλλοτε ο άλλος.

319-322
Κύρνε, ο ευγενής διατηρεί πάντοτε σταθερή τη γνώμη του, και δείχνει αποφασιστικότητα και στις συμφορές και στα αγαθά· μα αν ο θεός δώσει σε άνθρωπο ευτελή αγαθά και πλούτο, αυτός από ανοησία δεν μπορεί να ελέγξει την αθλιότητά του.

323-328
Ποτέ μη χαλάσεις μια φιλία για ασήμαντο λόγο, έχοντας πιστέψει κακές διαβολές. Αν θύμωνε κανείς κάθε φορά που σφάλλουνε οι φίλοι του, δεν θα ήταν ενωμένοι και φίλοι μεταξύ τους· γιατί τα σφάλματα είναι μες στη ζωή των ανθρώπων, Κύρνε· μόνο οι θεοί δεν τα ανέχονται.

329-330
Ο βραδύς άνθρωπος που είναι συνετός προλαβαίνει τον άνθρωπο τον γρήγορο, Κύρνε, χάρη στην ευθεία δικαιοσύνη των θεών.

331-332
Ήρεμα, όπως εγώ, ακολούθησε τη μέση οδό, Κύρνε, και μη δίνεις στον έναν αυτά που ανήκουν στον άλλο.

332a-332b
Δεν υπάρχουν φίλοι και πιστοί σύντροφοι σαν εξορίζεσαι· αυτό είναι πιο σκληρό κι από την εξορία.

333-334
Ποτέ μη δεθείς με άνθρωπο που εξορίζεται ελπίζοντας, Κύρνε· γιατί ποτέ δεν θα είναι πια ο ίδιος, ούτε κι αν επιστρέψει.

335-336
Μη βιάζεσαι πολύ· σε όλα άριστη είναι η μέση οδός· κι έτσι θα διακριθείς, Κύρνε, πράγμα που δύσκολα αποκτάται.