Κείμενο | Μετάφραση |
Αmores 1.71 dum furor omnis abit, siquis amicus ades!
nam furor in dominam temeraria bracchia movit; flet mea vaesana laesa puella manu.
tunc ego vel caros potui violare parentes saeva vel in sanctos verbera ferre deos!
Quid? non et clipei dominus septemplicis3 Aiax stravit deprensos lata per arva greges,
et, vindex in matre patris, malus ultor, Orestes4 ausus in arcanas poscere tela deas?5
ergo ego digestos potui laniare capillos? nec dominam motae dedecuere comae.
sic formosa fuit. talem Schoeneida6 dicam Maenalias arcu sollicitasse feras;
talis periuri promissaque velaque Theseisic, nisi vittatis quod erat Cassandra8 capillis, procubuit templo, casta Minerva, tuo.
Quis mihi non 'demens!' quis non mihi 'barbare!' dixit? ipsa nihil; pavido est lingua retenta metu.
sed taciti fecere tamen convicia vultus; egit me lacrimis ore silente reum.
ante meos umeris vellem cecidisse lacertos; utiliter potui parte carere mei.
in mea vaesanas habui dispendia vires et valui poenam fortis in ipse meam.
quid mihi vobiscum, caedis scelerumque ministrae? debita sacrilegae vincla subite manus!
an, si pulsassem minimum de plebe Quiritem, plecterer--in dominam ius mihi maius erit?
pessima Tydides scelerum monimenta reliquit. ille deam primus perculit--alter ego!
et minus ille nocens. mihi, quam profitebar amareI nunc, magnificos victor molire triumphos, cinge comam lauro votaque redde Iovi,
quaeque tuos currus comitantum turba sequetur,ante eat effuso tristis captiva capillo, si sinerent laesae, candida tota, genae.
aptius impressis fuerat livere labellis et collum blandi dentis habere notam.
denique, si tumidi ritu torrentis agebar, caecaque me praedam fecerat ira suam,
nonne satis fuerat timidae inclamasse puellae, nec nimium rigidas intonuisse minas,
aut tunicam a summa diducere turpiter ora ad mediam?--mediae zona tulisset opem.
At nunc sustinui raptis a fronte capillis ferreus ingenuas ungue notare genas.
adstitit illa amens albo et sine sanguine vultu,exanimis artus et membra trementia vidi-- ut cum populeas ventilat aura comas,
ut leni Zephyro gracilis vibratur harundo,12 summave cum tepido stringitur unda Noto;
suspensaeque diu lacrimae fluxere per ora, qualiter abiecta de nive manat aqua.
tunc ego me primum coepi sentire nocentem-- sanguis erant lacrimae, quas dabat illa, meus.
ter tamen ante pedes volui procumbere supplex;At tu ne dubita--minuet vindicta dolorem-- protinus in vultus unguibus ire meos.
nec nostris oculis nec nostris parce capillis: quamlibet infirmas adiuvat ira manus;
neve mei sceleris tam tristia signa supersint, pone recompositas in statione comas!13 |
Φίλοι -αν κάποιος φίλος εδώ γÏÏω υπάÏχει- βάλτε μου χειÏοπÎδες μÎχÏι που να συνÎλθω, μου αξίζουνε! Με Îπιασε Ï„ÏÎλα που μ’ Îκανε τα επιπόλαια χÎÏια να σηκώσω πάνω στην κυÏά μου? Ήταν τόσο κακιά η ÏŽÏα ώστε ήμουν ικανός και τους αγαπημÎνους μου γονιοÏÏ‚ να χτυπήσω και τους πάναγνους θεοÏÏ‚ άγÏια να μαστιγώσω. Ε, και τι Îγινε; Κι ο Αίαντας με την ασπίδα από εφτά δÎÏματα δεν Îσφαξε όλα Ï€Ïόβατα που Îπιασε στα λιβάδια, κι ο άνομος ΟÏÎστης, παίÏνοντας εκδίκηση για τον πατÎÏα του από τη μάνα του, δεν τόλμησε πάÏει τα όπλα του ενάντια στις ΕÏινÏες; Δεν είχα λοιπόν κι εγώ το δικαίωμα τα καλοχτενισμÎνα της μαλλιά να Ï„Ïαβήξω; Πάντως, της πήγαιναν μια χαÏά όπως της τα ανακάτεψα. Κι Îτσι όμοÏφη ήταν – θα Îλεγα πως κάπως Îτσι Ήταν κι η Αταλάντη όταν τόξευε πάνω στο Μαίναλο τα αγÏίμια. Έτσι θα ήτανε κι η κÏητικιά ΑÏιάδνη όταν την πήÏε το παÏάπονο Που οι δυνατοί Îοτιάδες φÏσηξαν του ΘησÎα τα πανιά και σκόÏπισαν τις υποσχÎσεις του. Ποιός «τÏÎλο» δεν με είπε, και ποιός δεν με είπε «βάÏβαÏο»; Εκείνη όμως τίποτε. Ο φόβος Îδενε τη γλώσσα της. Ωστόσο η ίδια της η σιωπή ήταν το «κατηγοÏώ» της? Τα χείλη της ήταν σφÏαγισμÎνα αλλά τα δάκÏυά της με καταδίκασαν. ΜακάÏι να μου είχαν κοπεί Ï€ÏοηγουμÎνως τα χÎÏια από τους ώμους? ΚαλÏτεÏα να Îχανα την αÏτιμÎλεια μου, Îτσι που ήÏθαν τα Ï€Ïάγματα. Εις βάÏος μου χÏησιμοποίησα παÏάλογη δÏναμη, Και ο ίδιος να τιμωÏηθώ για τη σκληÏότητά μου. Τι μου χÏειάζεστε ÏŒÏγανα εγκληματικά και αιμοβόÏα; ΙεÏόσυλα χÎÏια, παÏαδοθείτε στα δεσμά που σας αξίζουν! Δηλαδή, αν είχα κτυπήσει τον πιο αδÏναμο πολίτη, Θα με τιμωÏοÏσαν – και θα Îχω πεÏισσότεÏα δικαιώματα πάνω στην κυÏά μου; Το χειÏότεÏο παÏάδειγμα εγκλήματος άφησε πίσω του ο γιος του ΤυδÎα? Εκείνος ήταν ο Ï€Ïώτος που χτÏπησε θεά – δεÏτεÏος εγώ. Αλλά εκείνος ήταν λιγότεÏο Îνοχος: εγώ χτÏπησα αυτήν που διαλαλοÏσα πως αγαπώ? ο Τυδείδης τουλάχιστο Îδειξε σκληÏότητα απÎναντι σ’ εχθÏÏŒ ΕμπÏός Ï„ÏŽÏα, γιόÏτασε σαν νικητής τον μεγάλο σου θÏίαμβο, Στεφανώσου με δάφνη και ξεπλήÏωσε το τάμα σου στον Δία., Κι άσε το πλήθος που ακολουθεί το άÏμα σου Îα φωνάξει: «ιώ! ο γενναίος μας ήÏωας νίκησε Îνα κοÏίτσι!» Άστην αυτήν να πεÏπατά μπÏοστά, θλιμμÎνη αιχμάλωτη με τα μαλλιά λυτά, πάλλευκη καλλονή – μ’ εξαίÏεση φυσικά τα μάγουλά της. Πιο ταιÏιαστό θα ήταν να Îχει μελανιÎÏ‚, από τα χείλη μου σημάδι, και στο λαιμό της ίχνη από δαγκωματιÎÏ‚ του ÎÏωτα. ΎστεÏα, αν είχα την οÏμή χείμαÏÏου φουσκωμÎνου και η τυφλή οÏγή μ’ είχε θήÏαμά της, δεν θα ήταν αÏκετό να υψώσω τη φωνή μου για να φοβίσω το κοÏίτσι, και απειλÎÏ‚ να εκτοξεÏσω - με το μαλακό ή να ξεσκίσω μÎχÏι τη μÎση το φόÏεμά της (στη μÎση η ζώνη της θα εμπόδισε το σκίσιμο). Όμως εγώ ο άσπλαχνος άντεξα να την αÏπάξω από τα μαλλιά Και με τα νÏχια να γÏατζουνίζω το αÏιστοκÏατικό της Ï€Ïόσωπο. Εκείνη τάχασε και στάθηκε παÏαδίπλα, δίχως αίμα στο κεφάλι, ΚάτασπÏη σαν τα μάÏμαÏα που βγάζουν τα βουνά της ΠάÏου- Είδα τα πλευÏά της μουδιασμÎνα και τα μÎλη της να Ï„ÏÎμουν Σαν τα φÏλλα της λεÏκας όταν φυσάει η αÏÏα, σαν την λεπτή καλαμιά που σείεται από τον ανάλαφÏο ΖÎφυÏο και σαν τα κÏματα της θάλασσας όταν τα ταÏάζει ελαφÏά ο χλιαÏός Îοτιάς? Και τα δάκÏυα που για πολλή ÏŽÏα συγκÏάτησε κÏλησαν στα μάγουλά της, Όπως κυλάει το νεÏÏŒ από το χιόνι. Τότε για Ï€Ïώτη φοÏά διαισθάνθηκα το σφάλμα μου- Τα δάκÏυα που Îχυνε ήταν από το δικό μου αίμα. ΤÏεις φοÏÎÏ‚ θÎλησα στα πόδια μπÏοστά να Ï€Îσω ικÎτης, ΤÏεις φοÏÎÏ‚ εκείνη απώθησε τα χÎÏια που τόσο τη φόβιζαν. Μα, αν είναι η εκδίκηση σου να λιγοστÎψει τον πόνο μου, Μη διστάζεις με τα νÏχια σου ευθÏÏ‚ το Ï€Ïόσωπό μου να χαÏάξεις. Μη λυπηθείς οÏτε τα μάτια μου, οÏτε τα μαλλιά μου. Η οÏγή δίνει δÏναμη στα χÎÏια όσο αδÏναμα κι αν είναι. Και για να εξαφανίσεις τα σημάδια του εγκλήματός μου, ΠεÏιποιήσου πάλι τα μαλλιά σου. |